- ὑπονεκρωθείς
- ὑπονεκρόομαιbecome torpidaor part mp masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπονεκρώ — όω, Α [νεκρῶ / ώνω] (εύχρ. το μέσ.) ὑπονεκροῡμαι, όομαι νεκρώνομαι κατά κάποιο τρόπο («χειμῶνος ὁ σκορπίος τῇ γῇ... ὑπονεκρωθεὶς κεῑται», Ιω. Λυδ.) … Dictionary of Greek